- ανεμόδαρτος
- η , ο1) не защищённый от ветра; 2) сильно пострадавший от ветра; 3) гонимый ветром (о корабле)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεμόδαρτος — η, ο (Μ ἀνεμόδαρτος, ον) εκείνος που δέρνεται από τους ανέμους, ο εκτεθειμένος στους ανέμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + δαρτός < δέρω] … Dictionary of Greek
ανεμόδαρτος — η, ο αυτός που δέρνεται από τον αέρα: Ο τόπος ήταν ξερός κι ανεμόδαρτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεμόδαρτα — ἀνεμόδαρτος stripped by the wind neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
αερόδαρτος — η, ο [αεροδέρνω] εκείνος που τον χτυπά ο άνεμος από παντού, ανεμόδαρτος, ανεμοδαρμένος … Dictionary of Greek
ανεμοδαρμένος — η, ο ο ανεμόδαρτος … Dictionary of Greek
ανεμόβραχος — ο ανεμόπληκτος, ανεμόδαρτος βράχος … Dictionary of Greek
ανεμόπληκτος — η, ο εκτεθειμένος στον άνεμο, ανεμόδαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + πληκτος < πλήττω. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον φιλόλογο και αρχαιολόγο Στέφανο Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
θυελλώδης — ες (Α θυελλώδης, ες) [θύελλα] όμοιος με θύελλα, τρικυμιώδης, ανεμόδαρτος, ανεμοδαρμένος νεοελλ. 1. μτφ. ασυγκράτητος, ακατάσχετος 2. μτφ. ταραχώδης, πολυτάραχος, περιπετειώδης («θυελλώδεις συζητήσεις»). επίρρ... θυελλωδώς με θυελλώδη τρόπο,… … Dictionary of Greek
ανεμοδαρμένος — η, ο ανεμόδαρτος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεμοδούρα — η 1. ανεμοδείχτης (βλ. λ.). 2. τόπος ανεμόδαρτος: Αυτός δεν ήταν τόπος να κατοικήσουν άνθρωποι· ήταν ανεμοδούρα. 3. μτφ., άνθρωπος άστατος: Αυτός είναι μεγάλη ανεμοδούρα· άλλα λέει τη μια ώρα κι άλλα την άλλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)